ημέτερος

ημέτερος
-έρα, -ο (AM ἡμέτερος, -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)
(κτητ. αντων.)
1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο δικός μου (α. «η ημετέρα γνώμη» β. «ἵν' ἔπος ἀκούσῃς ἡμέτερον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ημέτεροι
οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται συνήθως παράνομα και αντικανονικά
μσν.
(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα μεγαλειότης», Ιουστιν.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμετέρα
η χώρα μας
2. (το ουδ.) τὸ ἡμέτερον
όσον αφορά εμάς
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡμέτερα
η ιδιοκτησία μου, η περιουσία μου
4. φρ. α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — είναι με το μέρος μας
β) «τὸ ἡμέτερον δέος» — ο φόβος τών άλλων προς εμάς
γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ημε- τού ημείς + κατάλ. -τερος (πρβλ. εκά-τερος, έ-τερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡμέτερος — our masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημέτερος — η, ο δικός μας, ο άνθρωπός μας, ο κομματικός μας φίλος: Υπάρχουν πολλοί ημέτεροι δημόσιοι υπάλληλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμετέρω — ἡμέτερος our masc/neut nom/voc/acc dual ἡμέτερος our masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρων — ἡμέτερος our fem gen pl ἡμέτερος our masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρως — ἡμέτερος our adverbial ἡμέτερος our masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμέτερον — ἡμέτερος our masc acc sg ἡμέτερος our neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέραιν — ἡμέτερος our fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέραις — ἡμέτερος our fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέραισι — ἡμέτερος our fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρη — ἡμέτερος our fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”